- σιδηροφόρων
- σιδηροφόροςproducing ironmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροφορῶν — σιδηροφορέω bear iron pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλίβελαντ — (Cleveland). Πόλη (478.403 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ στην πολιτεία Οχάιο. Εκτείνεται στη νότια όχθη της λίμνης Ίρι, στις εκβολές του ποταμού Κουγιαχόγκα, πάνω στη φυσική οδό επικοινωνίας της ατλαντικής ακτής και των κεντρικών πεδιάδων. Ιδρύθηκε το… … Dictionary of Greek